σκινδάλαμος

σκινδάλαμος
σκινδάλᾰμος [pron. full] [ᾰλ], [dialect] Att. [full] σχινδάλᾰμος, ,
A splinter, in form

σχινδαλμός Hp.Mul.2.133

(σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); [full] σκινδαλμός, Dsc.1.18.
II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι strawsplittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so

σκινδαλμούς Alciphr.3.64

:—cf. ἀνασχινδυλεύω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκινδάλαμος — splinter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδάλαμος — και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α βλ. σχινδάλαμος …   Dictionary of Greek

  • σκινδαλάμοις — σκινδάλαμος splinter masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαλάμους — σκινδάλαμος splinter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαλάμων — σκινδάλαμος splinter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδάλαμοι — σκινδάλαμος splinter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχινδάλαμος — σκινδάλαμος splinter masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαλαμίζω — Μ [σκινδάλαμος] εξετάζω, ερευνώ κάτι πλήρως …   Dictionary of Greek

  • σχινδάλαμος — και σχινδαλμός και σκινδάλαμος και σκινδαλμός, ὁ, Α 1. λεπτό απόσχισμα ξύλου, πελεκούδι, σχίζα 2. μτφ. α) (για λόγο) σόφισμα β) σοφιστική, εξονυχιστική εξέταση ενός ασήμαντου θέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. σχίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”